ταχυκρίσιμος

ταχυκρίσιμος
τᾰχῠ-κρίσῐμος [κρῐ], ον,
A coming quickly to a crisis, Hp.Epid.1.24, Gal.15.172, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταχυκρίσιμος — coming quickly to a crisis masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυκρίσιμος — ον, Α αυτός που φθάνει γρήγορα σε κρίσιμο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + κρίσιμος (< κρίσις), πρβλ. βραδυ κρίσιμος] …   Dictionary of Greek

  • ταχυκρίσιμον — ταχυκρίσιμος coming quickly to a crisis masc/fem acc sg ταχυκρίσιμος coming quickly to a crisis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυκρίσιμ' — ταχυκρίσιμα , ταχυκρίσιμος coming quickly to a crisis neut nom/voc/acc pl ταχυκρίσιμε , ταχυκρίσιμος coming quickly to a crisis masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”